- αἰγείρινος
- αἰγείρινος, ον,A of the poplar, Orib. Syn.5.16, Alex.Trall.8.1. [full] αἰγειρῖται μύκητες mushrooms produad from stump of poplar, Gp.12.41.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγείρινος — η, ο (Α αἰγείρινος, ον) [αἴγειρος] ο αναφερόμενος στη λεύκα, ο κατασκευασμένος από ξύλο αιγείρου, λεύκας … Dictionary of Greek
αἰγείρινον — αἰγείρινος of the poplar masc/fem acc sg αἰγείρινος of the poplar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγειρίνου — αἰγείρινος of the poplar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγειρίνῳ — αἰγείρινος of the poplar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)